- ἀπηθῶ
- ἀπηθέωstrain offpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπηθέωstrain offpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απηθώ — ἀπηθῶ ( έω) (Α) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηθώ ( έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek